κορμάκι

κορμάκι
το (Μ κορμάκιν) [κορμί]
(θωπευτικά) μικρό κορμί, σωματάκι
νεοελλ.
εφαρμοστό ρούχο γυμναστικής ή μπαλέτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθογέννητος — η, ο 1. ανθηρός, ωραίος σαν να είχε γεννηθεί από άνθη («ανθηρό κορμάκι») 2. εκείνος που παράγεται από άνθη («ανθηρό μέλι») …   Dictionary of Greek

  • σωμάτιο — το / σωμάτιον, ΝΜΑ, και σωμάτειον Α [σῶμα] νεοελλ. 1. μικρό σώμα, σωματίδιο 2. φρ. α) «στοιχειώδη σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. βλ. στοιχειώδης β) «υποατομικά σωμάτια [ή σωματίδια]» φυσ. σωματίδια μικρότερα τών ατόμων και, συγκεκριμένα, στοιχειώδη… …   Dictionary of Greek

  • σωματάκι — το, Ν [σώμα, ατος] υποκορ. 1. μικρό σώμα, κορμάκι 2. λεπτό, κομψό, χαριτωμένο σώμα («έχει ένα σωματάκι εξαίσιο») …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”